ευλίμενος

ευλίμενος
ος , ον имеющий удобную гавань

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευλίμενος" в других словарях:

  • εὐλίμενος — with good harbours masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλίμενος — η, ο (Α εὐλίμενος, ον) αυτός που έχει καλά και ασφαλή λιμάνια («εὐλίμενοι ἀκταί», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευλίμενο (για παραθαλάσσια χώρα) το να έχει καλά λιμάνια («το ευλίμενο τής Ελλάδας») …   Dictionary of Greek

  • εὐλιμενώτατον — εὐλίμενος with good harbours masc acc superl sg εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλίμενον — εὐλίμενος with good harbours masc/fem acc sg εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλιμένους — εὐλίμενος with good harbours masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλιμένῳ — εὐλίμενος with good harbours masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλίμενα — εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλίμενοι — εὐλίμενος with good harbours masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβλέμονας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 62 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. * * * ο 1. όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλι 2. βαθιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμ., πιθ. από αρχικό ἀβλέμμων (βυθός) (= όπου δεν… …   Dictionary of Greek

  • ευλιμήν — εὐλιμήν, ένος και εὐλίμην, ενός, ὁ (Α) ο ευλίμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιμήν «λιμάνι»] …   Dictionary of Greek

  • ευλιμενότης — εὐλιμενότης, ἡ (Α) [ευλίμενος] το να έχει μια χώρα καλά λιμάνια, το ευλίμενο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»